- μονόφθαλμος
- -η, -οαυτός που έχει ένα μάτι ή μπορεί να δει μόνο από το ένα μάτι: Τραυματίστηκε στο μάτι και έμεινε μονόφθαλμος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μονόφθαλμος — one eyed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόφθαλμος — η, ο (ΑΜ μονόφθαλμος, ον, ιων. μουνόφθαλμος) 1. αυτός που έχει μόνο ένα μάτι, όπως οι Κύκλωπες («οι Κύκλωπες ήταν μονόφθαλμοι») 2. αυτός που βλέπει με το ένα μόνο μάτι, ο τυφλός κατά το ένα μάτι («καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῑν εἰς τὴν… … Dictionary of Greek
μονόφθαλμον — μονόφθαλμος one eyed masc/fem acc sg μονόφθαλμος one eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφθάλμοις — μονόφθαλμος one eyed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφθάλμου — μονόφθαλμος one eyed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφθάλμους — μονόφθαλμος one eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφθάλμων — μονόφθαλμος one eyed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοφθάλμῳ — μονόφθαλμος one eyed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόφθαλμοι — μονόφθαλμος one eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουνοφθάλμους — μονόφθαλμος one eyed masc/fem acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)